ανεμοβλογιά

ανεμοβλογιά
Λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με μεγάλη ευκολία από τον πάσχοντα μέσω των σταγονιδίων που βγαίνουν από το στόμα του και η οποία οφείλεται σε ιό. Ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα, με τη διαφορά ότι η α. εμφανίζεται συνήθως στην παιδική ηλικία, ενώ o ζωστήρας στους ενηλίκους. Εκδηλώνεται με ένα χαρακτηριστικό εξάνθημα, που μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος και το οποίο αρχίζει σαν μια κηλίδα κόκκινη και εξελίσσεται διαδοχικά, περίπου κάθε τρεις ημέρες, σε βλατίδα, φυσαλίδα, φλύκταινα με πύον. Αυτό ξεραίνεται και τελικά μετά από 15-20 ημέρες πέφτει χωρίς να αφήσει ουλή. Το εξάνθημα αυτό δεν εμφανίζεται ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη του σώματος, αλλά διάσπαρτα, έτσι που την ίδια ημέρα ο άρρωστος έχει π.χ. στον κορμό ή στο πρόσωπό του εξανθήματα διαφορετικών σταδίων εξέλιξης· και σε αυτό διαφέρει η α. από την ευλογιά, στην οποία τα εξανθήματα ενός μέρους του σώματος είναι όλα του ίδιου σταδίου εξέλιξης. Τα άλλα συμπτώματα είναι χαμηλός πυρετός, αδιαθεσία και πονοκέφαλος. Είναι ελαφριά νόσος. Ειδική θεραπεία δεν υπάρχει, υπάρχει όμως εμβόλιο που προκαλεί μόνιμη ανοσία.
* * *
η
Ιατρ. κοινή ονομασία της ανεμευλογίας*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανεμοβλογιά — η λοιμώδης αρρώστια πολύ μεταδοτική, συγγενική με τη βλογιά, αλλά ελαφρότερης μορφής: Το παιδί δεν την έβγαλε ακόμη την ανεμοβλογιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ветряная оспа — У этого термина существуют и другие значения, см. Оспа. Ветряная оспа …   Википедия

  • Вариолид — Ветряная оспа Ребёнок с ветряной оспой МКБ 10 B01. МКБ 9 …   Википедия

  • Ветрянка — Ветряная оспа Ребёнок с ветряной оспой МКБ 10 B01. МКБ 9 …   Википедия

  • Ветрянная оспа — Ветряная оспа Ребёнок с ветряной оспой МКБ 10 B01. МКБ 9 …   Википедия

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • ψευδευλογιά — η ανεμοβλογιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”